Νίκος Εγγονόπουλος: Ο πρωτοπόρος
Στο ξεκίνημά του, το 1938, τον χαρακτήρισαν παράφρονα, αντιδραστικό, ανόητο, ατάλαντο, γελοιοποίησαν τους στίχους του, αγνόησαν τη ζωγραφική του. Ο δρόμος προς την καταξίωση ήταν εξαιρετικά δύσκολος και ψυχοφθόρος, όπως για κάθε πρωτοπόρο. Εβδομήντα χρόνια αργότερα η χώρα γιόρτασε το «Eτος Νίκου Εγγονόπουλου».
«Κι όταν έσκυψα να δω μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ’ άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια: το ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο, Πολυξένη επίσης.»
Ποιον θα παραξένευαν σήμερα αυτές οι λέξεις από μια συλλογή με τον τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγό»; Μάλλον κανένα. Το μακρινό ’38 όμως η συλλογή προκάλεσε γενική υστερία. Στην αρχή τάραξε τους λογοτεχνικούς κύκλους της αθηναϊκής διανόησης. Η αναστάτωση μεταδόθηκε αστραπιαία σε άλλους ελάχιστα λογοτεχνικούς κύκλους και πολύ σύντομα τα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου έγιναν βορά στις άγριες διαθέσεις των επιθεωρησιογράφων της εποχής.
Τρία χρόνια πριν, ένας φίλος του Εγγονόπουλου, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, είχε προσπαθήσει με μια διάλεξή του να μυήσει τους Αθηναίους στα νοήματα του «υπερρεαλισμού». Εκείνος είχε αντιμετωπίσει βλοσυρά βλέμματα και αδιαφορία, το ίδιο και η ποιητική του συλλογή «Υψικάμινος», αλλά για τον Εγγονόπουλο η υποδοχή ήταν πολύ πιο σκληρή.
Η σύντροφός του, Λένα Εγγονοπούλου αφηγείται: «Αυτά που έδειχνε στη ζωγραφική και στην ποίησή του έμοιαζαν παράλογα. Ηταν ρηξικέλευθα, επαναστατικά. Με ποια μέσα, στα 1938, θα μπορούσε να τα επιβάλει; Οταν, μάλιστα, κοινωνικά ήταν ένας απλός γραφιάς; Ο διασυρμός έφτασε μέχρι το θέατρο. Κορόιδευαν στίχους του και του Εμπειρίκου. Ο Εμπειρίκος το ’παιρνε πιο ελαφριά. Ο Νίκος έβλεπε να ποδοπατούν αυτό που είχε δημιουργήσει με το αίμα της καρδιάς του. Μου ’λεγε χαρακτηριστικά: “Προσπαθώ να μπω στη μάζα και δεν μπορώ”».
Ο ποιητής, βαθιά πληγωμένος αλλά απόλυτα σίγουρος για το ταλέντο του, επιστρέφει τον επόμενο χρόνο με μια νέα συλλογή «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής», με τα ίδια αποτελέσματα. Σαν να μην έφτανε αυτό, αισθάνεται ότι οι δυνατότητές του είναι ακόμη μεγαλύτερες στη ζωγραφική -και όχι τυχαία. Είχε ήδη πίσω του σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ είχε διδαχτεί βυζαντινή αγιογραφία στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Συμπλήρωσε τις σπουδές με μαθήματα στη Φλωρεντία και τη Ραβένα, ενώ ταξίδεψε αρκετές φορές στο Μόναχο (για να δει έργα του Σεζάν), τη Ρώμη και το Παρίσι -παρόλο που δεν ήταν ούτε έγινε ποτέ πλούσιος.
Ηταν απλώς ένας κοσμοπολίτης, γεννημένος στην Αθήνα (1907) με παιδικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και μαθητικά στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1927, υπηρέτησε τη θητεία του και στη συνέχεια εργάστηκε ώς το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον Ιανουάριο του 1938, λοιπόν ο Εγγονόπουλος, ημερομίσθιος υπάλληλος στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Εργων, με απόσπαση στο Πολυτεχνείο, παρουσιάζει για πρώτη φορά έργα του, τέμπερες σε χαρτί που απεικονίζουν παλιά σπίτια πόλεων της Δ. Μακεδονίας, στην Εκθεση «Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως». Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς σε ένα άδειο σπίτι (του Νίκου Καλαμάρη στην οδό Κριεζώτου) και την επισκέφθηκαν μόνο γνωστοί και φίλοι του καλλιτέχνη -τα πικρόχολα σχόλια όμως έγιναν από πολύ περισσότερους που τον «γνώριζαν» ήδη ως ποιητή.
Ο επαναστάτης Μπολιβάρ
Θα περνούσαν 25 ολόκληρα χρόνια ώς την επόμενη ατομική του έκθεση, το 1963 στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Στο μεταξύ, η αναγνώριση θα έρθει με πολύ αργά βήματα.
Εχει να ξεπεράσει διάφορους σκοπέλους που αφορούν την ουσία του έργου του, μέχρι να γίνει κατανοητό. Πρώτα απ’ όλα, το γεγονός ότι «αφηγείται» είτε στην ποίηση είτε στη ζωγραφική με μια γλώσσα άγνωστη και γι’ αυτό ακατάληπτη. Αυτό εξοργίζει τους συντηρητικούς. Το γεγονός όμως ότι μαζί με τις επιδράσεις από τα νέα ρεύματα καταφέρνει να συνδυάσει μέσα στο έργο του, ιδιαίτερα το ζωγραφικό, πάρα πολλά στοιχεία από τη ελληνική λαϊκή τέχνη και τη βυζαντινή παράδοση θα του στερήσει και τους υποστηρικτές από τον αποκαλούμενο προοδευτικό χώρο. Για τους μεν ήταν ένας επαναστάτης, για τους δε ένας «απολογητής» των αστών.
Τι ήταν πραγματικά; Ενας πρωτοπόρος -και σύμφωνα με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο: «Η ποιητική του είναι η σύντομος βιογραφία όλων εκείνων των μοναδικών και μεμονωμένων συνανθρώπων που, ξένοι μέσα σ’ άγνωστους λαούς, “φύτρωσαν εκεί που δεν τους έσπειραν”. Ως είθισται τους δολοφονούν, τους τραβούν τη σκάλα για να τους τσακίσουν, τους κυνηγούν άνθρωποι όμοιοι σα λυσσασμένα σκυλιά, οι φιλήσυχοι αστοί γκρεμίζουν τους ανδριάντες τους».
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο, αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς, δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Ο «Μπολιβάρ», ποιητικό πορτρέτο του Λατινοαμερικάνου επαναστάτη και σύμβολο κάθε υπερασπιστή της ελευθερίας, θα τύχει κάποιας αποδοχής (ή καλύτερα ανακωχής) σε κοινό και κριτική. Ο ίδιος δεν θα συνθηκολογήσει ποτέ. Θα συνεχίσει να γράφει, να ζωγραφίζει, να αγιογραφεί, να φτιάχνει σκηνικά και κοστούμια για το θέατρο, να δημοσιεύει μελέτες για την τέχνη και την ελληνική παράδοση, να μεταφράζει και να συμμετέχει στην πολιτιστική ζωή για τα επόμενα σαράντα χρόνια.
Το 1946 εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Η Επιστροφή των Πουλιών» και δυο χρόνια αργότερα η…«Ελευσις». Την εποχή εκείνη συμμετέχει στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» που έχει σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής κίνησης στην Ελλάδα (μέλη της μεταξύ άλλων οι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Τσαρούχης, Μόραλης). Το 1952 συμμετέχει στην αγιογράφηση της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα στη Νέα Υόρκη (που έχει αναλάβει ο Κόντογλου) και παράλληλα εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με 72 έργα του. Το 1956 εκλέγεται μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου και παραιτείται από το Υπουργείο.
Το 1957 σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις παραστάσεις του «Ελληνικού Χοροδράματος» της Ραλλούς Μάνου, ενώ τυπώνεται η ποιητική συλλογή του «Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω» που θα αποσπάσει το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Είναι η πρώτη επίσημη αναγνώριση. Το 1969 εκλέγεται τακτικός καθηγητής του Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας και Τέχνης. Το 1977 θα συγκεντρώσει σε δύο τόμους το σύνολο του ώς τότε έργου του και την αμέσως επόμενη χρονιά θα εκδοθεί το βιβλίο «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες», όπου περιλαμβάνονται ποιήματα, μεταφράσεις ξένων ποιητών καθώς και 20 πίνακές του και θα τιμηθεί για δεύτερη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Και σ’ αγαπώ παράφορα
Την προσωπική του ζωή σημαδεύουν δύο γάμοι. Ο πρώτος το 1950 με τη Νέλλη Ανδρικοπούλου: «Δεν ερωτεύτηκα τον Εγγονόπουλο αλλά τα έργα του. Αυτά μου την έδωσαν! Δεν μ’ ενδιέφεραν οι ωραίοι άντρες. Μ’ ενδιέφεραν οι γνώσεις και το ταλέντο τους. Εναν καλό δάσκαλο έψαχνα, ίσως επειδή ψυχή δασκάλας έχω κι εγώ» με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πάνο.
Ο δεύτερος το 1960, με την Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Ερριέττη. «Hταν σαν να έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Tα δύο τρίτα στο Πολυτεχνείο σταμάτησαν να μας μιλούν. Δεν μπορούσε να χωρέσει το τακτοποιημένο μυαλουδάκι τους πως εγώ, μια μεγαλοαστή, που μόλις είχε γυρίσει από το εξωτερικό, θα έπαιρνα τον ώριμο Eγγονόπουλο, που τον είχαν στην κατηγορία μεταξύ ιδιότροπου και τρελού».
Το 1993, οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του από ανακοπή καρδιάς, εκδόθηκε μια σειρά επιστολών τού ποιητή προς τη σύζυγό του Λένα, με τίτλο «Και σ’ αγαπώ παράφορα». Πέρυσι το ελληνικό κράτος τίμησε το έργο του, ανακηρύσσοντας (με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του) το 2007 ως έτος Εγγονόπουλου -ελάχιστος φόρος τιμής για πολλά έτη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «έτη καταδίωξης του Νίκου Εγοννόπουλου ή της ελληνικής πρωτοπορίας».
Μεταξύ φίλων
«Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμον δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία. Ο Ερωτας και το Σπαθί. Ολα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο απ’ όλα η κριτική. Η πραγματικά μεγάλη ποίησις είναι καμωμένη βασικά από αυτά τα πρωταρχικά και κορυφαία στοιχεία. Εσύ είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής. Ασε, λοιπόν, να λεν οι άλλοι ό,τι θέλουν»
Ανδρέας Εμπειρίκος
H Τέχνη της ζωής
«Ο Εγγονόπουλος είχε κατορθώσει να συνδυάζει την επαναστατική γραμμή μαζί με την καλώς εννοούμενη αριστοκρατικότητα. Κρατήθηκε μέσα σε μιαν αδιάλειπτη φτώχεια, με την αξιοπρέπεια αληθινού πρίγκιπα.»
Οδυσσέας Ελύτης
«Δεν είχε σχέση με τα λεφτά. Πού και πού του δείχναμε άμα κυκλοφορούσε κάποιο καινούργιο νόμισμα. Συχνά με ευχαριστούσε που τον είχα απαλλάξει από αυτά τα θέματα»
Λένα Εγγονοπούλου
«Θυμάμαι ότι και βιβλία που δεν του άρεσαν καθόλου, δεν μπορούσε να τα πετάξει. Οταν έβγαινε λοιπόν στον περίπατό του ?ποτέ του δεν έμαθε να οδηγεί- άφηνε ένα από αυτά τα βιβλία πάνω σε κάποιο παγκάκι, προσεχτικά, τρυφερά. «Ποιος ξέρει», έλεγε. «Μπορεί να το βρει κάποιος που να του αρέσει».
Ερριέττη Εγγονοπούλου
Πηγές
Ν. Εγγονόπουλος “η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος…” -Εκδοση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου
«Η δε πόλις ελάλησεν: Ελευσίς -Νίκος Εγγονόπουλος»-Ert-archives: Γιάννη Σμαραγδή
«Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου» -Νέλλη Ανδρικοπούλου. Εκδόσεις Ποταμός,
«Ωραίος σαν Ελληνας» -εννέα μελέτες για τον Νίκο Εγγονόπουλο, Εκδοση του Ιδρύματος Γουλανδρή – Χορν
www.engonopoulos.gr Επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή και ζωγράφου
ΤΑ ΒΙΟΦΡΑΦΙΚΑ ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ SITE ΕΘΝΟΣ.gr